ἐρωτικήν

ἐρωτικήν
ἐρωτικός
of
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • συνυφή — και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α 1. πλοκή («καθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ ἄλλο», Πλάτ.) 2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη τού κυρίως υφάσματος 3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”